- φιλόστροφος
- φιλόστροφοςloving changemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόστροφος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει η αλλαγή, η ποικιλία 2. αυτός που αγαπά την επιστροφή σε έναν τόπο, νοσταλγός 3. (για σύμπτωμα) αυτός που υποτροπιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στρόφος (< στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος] … Dictionary of Greek
φιλόστροφον — φιλόστροφος loving change masc/fem acc sg φιλόστροφος loving change neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόστροφα — φιλόστροφος loving change neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)